- θαμασμός
- ο [θαμάζω]βλ. θαυμασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαυμασμός — και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) [θαυμάζω] το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός νεοελλ. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο μσν. τρομάρα, λαχτάρα … Dictionary of Greek